- μαζοπέπτης
- μαζο-πέπτης, ὁ, Gerstenbrotbäcker
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μαζοπέπτης — μαζοπέπτης, ὁ (Α) αυτός που ψήνει κριθαρένια ψωμιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + πέπτης (< πέσσω «μαγειρεύω»)] … Dictionary of Greek
μαζοπέπτης — barley bread baker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… … Dictionary of Greek